- προλευσσω
- προλεύσσωπρο-λεύσσωпредвидеть
(τι Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τι Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προλεύσσω — Α (ποιητ. τ.) προβλέπω («ἄλλ οἶα χρὴ παθεῑν με πρὸς τούτων ἔτι δοκῶ προλεύσσειν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λεύσσω «βλέπω, παρατηρώ»] … Dictionary of Greek
προλεύσσειν — προλεύσσω see before oneself pres inf act (attic epic) προλεύσσω see before oneself pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)